Μια φορά ένας καλός χωρικός έφερε σε έναν γέροντα μοναχό ένα μεγάλο καλάθι λαχταριστά σταφύλια.τα σταφύλια ήταν ώριμα μυρωδάτα και γυάλιζαν στον ήλιο σαν ρουμπίνια. Ο γέροντας χάρηκε πάρα πολύ και ευχαρίστησε τον καλό χωρικό, τα σταφύλια όμως δεν τα έφαγε. Γιατί σκέφτηκε «πιο πολύ τα χρειάζεται το παπουλάκι»ένας ‘άλλος μοναχός. «εκείνος δε βγαίνει πια σχεδόν ποτέ απ το καλύβι του και δεν τρώει τίποτε άλλο παρά μόνο παξιμάδι»φορτώθηκε τα σταφύλια και τα πήγε στο παπουλάκη. Του τα άφησε και γύρισε στο απλό καλύβι του. Ο παπουλάκης με τη σειρά του σκέφτηκε»δεν έχω ανάγκη να φάω σταφύλια τα χρειάζεται ο αδερφός που εργάζεται σκληρά στον αγρό σ εκείνον θα κάνουν όντως καλό»Ξεκίνησε λοιπόν και του τα πήγε. Ωστόσο ,ούτε κι αυτός θέλησε να τα κρατήσει για τον εαυτό του, επειδή σκέφτηκε ότι τα ειχε πιο μεγάλη ο αδελφός ο βοσκός στο βουνό. Ξεκίνησε λοιπόν και τα πήγε στον αδελφό στον βουνό .Μα ούτε κι εκείνος τα κράτησε, ντράπηκε να τα φάει μόνος του. Τα πήγε σε άλλον αδελφό κι εκείνος σε άλλον ερημίτη . τα σταφύλια αφού έκαναν πολύ δρόμο ανέγγιχτα έφτασαν και πάλι στον γέροντα μοναχό, στον πρώτο στον οποίο τα είχε φέρει ο καλός εκείνος χωρικός .Εκείνος ,έκπληκτος, κάλεσε τότε όλους τους αδελφούς του, τους μοναχούς, λέγοντας τους «Πατέρες ελάτε να μοιραστούμε ετούτα τα σταφύλια της πραγματικής αδελφής αγάπης και έτσι πάντα ο καθένας μας ας σκέφτεται πρώτα τον αδελφό του και τελευταίο τον εαυτό του .Είπαν τότε οι μοναχοί το «Πάτερ ημών»και έφαγαν δοξάζοντας τον Θεό.
(Από το γεροντικό)
(Από το γεροντικό)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου