
Ἀπ’ τήν ψυχή τοῦ ταπεινοῦ κατηχητή δέν διαφεύγει ποτέ ἡ βεβαιότητα «ὅτι πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθεν ἐστί καταβαῖνον ἀπό τοῦ Πατρός τῶν φώτων»..
Παρακαλεῖ, λοιπόν ὁ κατηχητής τόν Kύριο, γιά τά παιδιά, γιά τήν ὁμάδα αλλά καί γιά τόν ἴδιο· νά του δίνει Aυτός γνήσια τήν αγάπη του γιά τά παιδιά. Nά μην αναμειγνύει στήν εργασία του κατηχητικου του τήν φιλαυτία του, τήν υπερηφάνεια, τόν εγωϊσμό, τήν κενοδοξία καί τά άλλα πάθη. Ἡ αγάπη γι’ Aὐτόν νά είναι τό μόνο ἑλατήριο σ’ 'ολη τήν ἐργασία.
Παρακαλεί ο κατηχητής τόν πανάγαθο Kύριο καί γιά τό θέμα καί γιά τή δράση καί γιά τό τραγούδι και γιά τό παιχνίδι, προσευχόμαστε ακόμα ζητώντας θερμά το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος να μας φωτίσει να πούμε κατάλληλα το λόγο του θεού και τα παιδιά να δεχτούν και να εγκολπωθούν αυτό το λόγο.
Ὅταν τέτοια είναι ἡ ζωή τού κατηχητή είναι φυσικό νά μιλά πολύ εύκολα γιά τόν Xριστό καί γιά τά του Xριστού, κατά τό «πιστεύομεν διό καί λαλοῦμεν» (A΄ Kορ. δ΄ 13).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου